- μονομαχίας
- μονομαχίᾱς , μονομαχίαsingle combatfem acc plμονομαχίᾱς , μονομαχίαsingle combatfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταβερνιέ, Αδόλφος Ευγένιος — (Tavernier, 1854 –). Γάλλος φίλαθλος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Ίδρυσε την ειδική αθλητική εφημερίδα Η ξιφασκία και διετέλεσε συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες και αθλητικά περιοδικά. Έγραψε αθλητικά άρθρα με το όνομά του καθώς και με διάφορα … Dictionary of Greek
JUSTA — apud Gul. Malmesburiens. Hist. Novell. l. 2. p. 187. Tentavêre primo Regii proludium pugnae facere, quod Iustam vocant, quia tali arte erant periti: monomachia ludicra est, Gall. Ieuste. An ex Lat. iuxta, i. e. prope; quod cominus lanceis aut… … Hofmann J. Lexicon universale
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
εύρυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Τοξότης από την Οιχαλία, που τόλμησε να αναμετρηθεί με τον Απόλλωνα, καλώντας τον σε μονομαχία. Αγανακτισμένος ο Απόλλωνας τον σκότωσε στη διάρκεια της μονομαχίας. Πεθαίνοντας, ο Ε. κληροδότησε το τόξο στον γιο… … Dictionary of Greek
κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… … Dictionary of Greek
ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
σεπτήρια — Γιορτή που γινόταν στην αρχαιότητα στους Δελφούς κάθε 9 χρόνια, σε ανάμνηση του αγώνα μεταξύ Πύθωνα και Απόλλωνα. Έφτιαχναν αρχικά ένα ομοίωμα της καλύβας του Πύθωνα, έπειτα ακολουθούσε μια απομίμηση της μονομαχίας Πύθωνα Απόλλωνα, και κατόπιν… … Dictionary of Greek
Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… … Dictionary of Greek
Βάτραχοι — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη και ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή,… … Dictionary of Greek